- αθαλής
- ἀθαλὴς και -λλής, -ές (Α)(για τη δάφνη) αυτή που δεν είναι χλωρή, πράσινη, αλλά μαραμένη.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀθαλὴς < θάλος, το, ενώ ο τ. ἀθαλλὴς (με δυο λ) < θάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθαλέας — ἀθαλής not verdant masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… … Dictionary of Greek